περγαμηνή


περγαμηνή
Προφορά

Ετυμολογία
περγαμηνή μεταγενέστερη ελληνική Περγαμηνή, από το όν. της αρχαία ελληνική πόλης Περγάμου της Ιωνίας, όπου κατασκευάζονταν δερμάτινα βιβλία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περγαμηνή

✦ μεμβράνη από κατεργασμένο δέρμα, κατάλληλο για χαρτί γραφής
✦ (συνεκδ.) κείμενο γραμμένο σε τέτοιο χαρτί
(μτφ. ) τίτλος ευγενείας ή διάκρισης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.