περαστός


περαστός
Προφορά

Ετυμολογία
περαστός αόρ. πέρασα του ρήματος περνώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ περαστός -ή, -ό

✦ ο προσαρμοσμένος με εμβολή και όχι με κάρφωμα ή συγκόλληση

Συνώνυμα
κλειδωτός
Αντίθετα
καρφωτός, κολλητός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.