περασιά
Προφορά
Ετυμολογία
περασιά πέρασα, αόρ. του ρήματος περνώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περασιά
✦ μέρος από όπου μπορεί κανείς να περάσει, διάβαση, πόρος
✦ (τυπογρ.) κάθετη ή οριζόντια, νοητή ευθυγράμμιση διαφορετικών κειμένων και εικόνων που τοποθετούνται σε απόσταση μεταξύ τους στο μοντάζ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–