περίπτερο
Προφορά
Ετυμολογία
περίπτερο μεταγενέστερη ελληνική περίπτερον, └ουδ┘ του επιθέτου περίπτερος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το περίπτερο
✦ μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε κήπους για ανάπαυση, ή σε εξοχές ως κέντρο αναψυχής, ή για προφύλαξη από τις καιρικές μεταβολές
✦ οικοδόμημα ή τμήμα οικοδομήματος για τη στέγαση εκθεμάτων
✦ μικρό ξύλινο κτίσμα σε πεζοδρόμιο, όπου πουλιούνται διάφορα μικροαντικείμενα (τσιγάρα, εφημερίδες κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–