περίπατος
Προφορά
Ετυμολογία
περίπατος αρχαία ελληνική περίπατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο περίπατος
✦ βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, βόλτα
✦ σύντομη διαδρομή
✦ χώρος που προσφέρεται για τους περιπατητές
✦ φρ. πάει περίπατο, χάθηκε οριστικά ή καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: ξανοίχτηκε και όλη του η περιουσία πάει περίπατο
✦ (αρχαία ελληνική ως κύρ. όν.) η σχολή του Αριστοτέλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–