περίοπτος
Προφορά
Ετυμολογία
περίοπτος αρχαία ελληνική περίοπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περίοπτος -η, -ο
✦ που φαίνεται από παντού, απ’ όλες τις πλευρές: περίοπτη θέση – περίοπτο άγαλμα – γλυπτό (σε αντίθεση προς το ανάγλυφο)
✦ (μτφ. ) έξοχος, επιφανής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–