περίγυρο
Προφορά
Ετυμολογία
περίγυρο περί + γύρος
Ερμηνεία
περίγυρο
✦ καθετί που περιβάλλει κυκλικά κάτι
✦ περίγραμμα
✦ περιβάλλον: τη βαθύτερη αγωγή των παιδιών, την ωσάν αυτόματα βγαλμένη από τον φυσικό και τον ανθρώπινο περίγυρό τους (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–