πεπυκνωμένος


πεπυκνωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πεπυκνωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. πυκνόομαι -οῦμαι

Ερμηνεία
πεπυκνωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) (κυριολ. κ. μτφ.) που έχει γίνει πυκνός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.