πεποίθηση
Προφορά
Ετυμολογία
πεποίθηση μεταγενέστερη ελληνική πεποίθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεποίθηση
✦ σταθερή και ακλόνητη βεβαιότητα: είχε την πεποίθηση ότι θα επιτύχει
✦ ό,τι πιστεύει κανείς, φρόνημα: αυτές είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–