πεπιεσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
πεπιεσμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος πιέζω
Ερμηνεία
πεπιεσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που έχει υποστεί πίεση
✦ πεπιεσμένο χαρτί, βιομηχανικό προϊόν που παρασκευάζεται από χαρτί που έχει υποστεί ισχυρή συμπίεση και αντικαθιστά σε πολλές κατασκευές το ξύλο ή άλλα υλικά
✦ για αέριο, που έχει συμπιεσθεί ώστε να καταλαμβάνει μικρότερο όγκο: πεπιεσμένος αέρας – πεπιεσμένο οξυγόνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–