πεπαιδευμένος


πεπαιδευμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πεπαιδευμένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού παιδεύω

Ερμηνεία
πεπαιδευμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. μορφωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
απαίδευτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.