πεολειξία


πεολειξία
Προφορά

Ετυμολογία
πεολειξία πέος + λείχω (= γλείφω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πεολειξία

✦ η χρησιμοποίηση των χειλιών και της γλώσσας σε επαφή με το πέος, για την πρόκληση ηδονής, τσιμπούκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.