πεντικιούρ


πεντικιούρ
Προφορά

Ετυμολογία
πεντικιούρ └γαλλ┘ pédicure, -rie

Ερμηνεία
πεντικιούρ

✦ άκλ. ουσ. περιποίηση των νυχιών των ποδιών και γεν. των δακτύλων των ποδιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.