πεντηκονταετηρίδα
Προφορά
Ετυμολογία
πεντηκονταετηρίδα μεταγενέστερη ελληνική πεντηκονταετηρίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεντηκονταετηρίδα
✦ χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, πεντηκονταετία
✦ πεντηκοστή επέτειος γεγονότος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–