πεντάωρος


πεντάωρος
Προφορά

Ετυμολογία
πεντάωρος πέντε + ώρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεντάωρος -η, -ο

✦ που διαρκεί πέντε ώρες
✦ το ουδ. πεντάωρο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα πέντε ωρών: δουλεύουμε πεντάωρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.