πεμπτουσία


πεμπτουσία
Προφορά

Ετυμολογία
πεμπτουσία πέμπτη ουσία (=ο αιθέρας κατά τον Αριστοτέλη)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πεμπτουσία

(μτφ. ) το ουσιωδέστερο συστατικό, το κύριο περιεχόμενο, απόσταγμα: σ’ αυτά τα λίγα λόγια βρίσκεται η πεμπτουσία της διδασκαλίας του – ημερολόγιο δεν είναι διόλου όλες οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.