πελούζα


πελούζα
Προφορά

Ετυμολογία
πελούζα └γαλλ┘ pelouse

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πελούζα

✦ κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και κοντή χλόη, γκαζόν
✦ το τμήμα της κερκίδας ιπποδρόμου για τους θεατές με εισιτήριο β΄ θέσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.