πελοποννήσιος
Προφορά
Ετυμολογία
πελοποννήσιος μεταγενέστερη ελληνική πελοποννήσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πελοποννήσιος -α, -ο
✦ πελοποννησιακός
✦ αρσ. κ. θηλ. ως κύρ. όν. ο καταγόμενος από την Πελοπόννησο ή που κατοικεί σ’ αυτήν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–