πελεκητός
Προφορά
Ετυμολογία
πελεκητός μεταγενέστερη ελληνική πελεκητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πελεκητός -ή, -ό
✦ πελεκημένος, κατεργασμένος με μυτερό όργανο, λαξευτός: πλατεία και σταυροδρόμι, με …βρύση τούρκικη στην πάντα, μιαν πελεκητή βρύση πράσινη και χρυσή (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–