πειρασμός


πειρασμός
Προφορά

Ετυμολογία
πειρασμός μεταγενέστερη ελληνική πειρασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πειρασμός

✦ διέγερση επιθυμίας για κάτι κακό, σκανδάλισμα
✦ ό,τι προκαλεί έντονη επιθυμία, ιδ. για υλική απόλαυση: αυτή η τούρτα – η γυναίκα είναι πειρασμός
(μτφ. ) ο σατανάς, ο διάβολος
✦ το πειραχτήρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.