πειραματισμός


πειραματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
πειραματισμός πειραματίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πειραματισμός

✦ η χρήση του πειράματος στην επιστημονική έρευνα
✦ απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.