πειραματίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
πειραματίζομαι πείραμα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πειραματίζομαι
✦ κάνω πείραμα, εφαρμόζω στην πράξη θεωρητικές γνώσεις για άσκηση ή παρατήρηση: έφερε στα περιβόλια του νέα είδη δέντρων και πειραματίστηκε καλλιεργώντας τα σε αλέες (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–