πεινώ


πεινώ
Προφορά

Ετυμολογία
πεινώ αρχαία ελληνική πεινῶ

Ερμηνεία
ρήμα πεινώ -άς, -ά

✦ κατέχομαι από πείνα, νιώθω την ανάγκη της τροφής
✦ (κατ’ επέκτ.) τρέφομαι ανεπαρκώς
(μτφ. ) λαχταρώ, επιθυμώ έντονα

Συνώνυμα
λιμοκτονώ
Αντίθετα
χορταίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.