πεινάλα


πεινάλα
Προφορά

Ετυμολογία
πεινάλα μεγεθ. από το └ουσ┘ πείνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πεινάλα

✦ θηλ. πεινάλα ο πειναλέος (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.