πειθώ


πειθώ
Προφορά

Ετυμολογία
πειθώ αρχαία ελληνική πειθώ

Ερμηνεία
πειθώ

✦ η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους, πειστικότητα: προσπάθεια πειθούς (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.