πειθαναγκάζω
Προφορά
Ετυμολογία
πειθαναγκάζω μεταγενέστερη ελληνική πειθανάγκη
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πειθαναγκάζω
✦ αναγκάζω κάποιον να υπακούσει, με βία ή απειλές: απαρχής αντίθετος στα σχέδιά του, ένιωθε ότι είχε πειθαναγκαστεί, είχε εκβιαστεί από τον πεθερό του (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–