πειθήνιος
Προφορά
Ετυμολογία
πειθήνιος μεταγενέστερη ελληνική πειθήνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πειθήνιος -α, -ο
✦ που εύκολα χαλιναγωγείται
✦ (για πρόσωπα) ευπειθής, πειθαρχικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απειθής, ατίθασος
Επιρρήματα
πειθήνια (Κ πειθηνίως)