πατσαβούρα


πατσαβούρα
Προφορά

Ετυμολογία
πατσαβούρα └βενετ┘ spazzaura

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πατσαβούρα

✦ κομμάτι υφάσματος για καθάρισμα σκευών ή επίπλων
(μτφ. ) γυναίκα πρόστυχη
✦ εφημερίδα όχι σοβαρή, παλιοφυλλάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.