πατρωνία


πατρωνία
Προφορά

Ετυμολογία
πατρωνία μεταγενέστερη ελληνική πατρωνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πατρωνία

✦ η ιδιότητα του πάτρωνα, προστασία
✦ (κοινων.) το καταχρηστικό δικαίωμα αξιωματούχου ή πολιτικού κόμματος να διορίζει άτομα σε υπηρεσίες και θέσεις, να παραχωρεί συμβάσεις και γεν. να απονέμει εύνοιες σε πρόσωπα αρεστά και χρήσιμα (πρβλ. ευνοιοκρατία, φαβοριτισμός, ρουσφετολογία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.