πατριώτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
πατριώτισσα αρχαία ελληνική πατριώτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πατριώτισσα
✦ θηλ. πατριώτισσα (Κ -ώτις, -ιδος) ο από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συντοπίτης
✦ αυτός που αγαπά την πατρίδα του, φιλόπατρις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άπατρις
Επιρρήματα
–