πατριωτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πατριωτισμός πατριώτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πατριωτισμός
✦ η αγάπη για την πατρίδα, φιλοπατρία: ένας ειλικρινής, ανυστερόβουλος πατριωτισμός, μια φροντίδα για την Ελλάδα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–