πατριωτάκι


πατριωτάκι
Προφορά

Ετυμολογία
πατριωτάκι υποκορ. του πατριώτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πατριωτάκι

✦ συμπατριώτης, ιδ. ο συγχωριανός: τυχαία βρεθήκαμε κάτι πατριωτάκια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.