πατ


πατ
Προφορά

Ετυμολογία
πατ └γαλλ┘ pat

Ερμηνεία
πατ

✦ άκλ. σκακιστικός όρος που δηλώνει την ισοπαλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.