πασχάλια
Προφορά
Ετυμολογία
πασχάλια μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον (=πίνακας των κινητών γιορτών που εξαρτώνται από την ημερομηνία του Πάσχα)
Ερμηνεία
πασχάλια
✦ ουσ. στη φρ. έχασε τα πασχάλια του, έχασε τα λογικά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–