παστός


παστός
Προφορά

Ετυμολογία
παστός αρχαία ελληνική παστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ παστός -ή, -ό

✦ ο διατηρούμενος με αλάτι ή άρμη, παστωμένος
✦ πληθ. ουδ. παστά ως ουσ., τρόφιμα διατηρημένα με αλάτι ή άρμη

Συνώνυμα
αλίπαστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.