παστρικός


παστρικός
Προφορά

Ετυμολογία
παστρικός μεσαιωνική ελληνική σπαστρικός

Ερμηνεία
παστρικός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. καθαρός
(μτφ. ) αγνός
✦ (ειρων.) κακοήθης, φαύλος
✦ θηλ. η παστρικιά ως ουσ., γυναίκα κακής διαγωγής

Συνώνυμα

Αντίθετα
βρόμικος
Επιρρήματα
παστρικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.