παστουρμάς


παστουρμάς
Προφορά

Ετυμολογία
παστουρμάς └τουρκ┘pastιrma

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παστουρμάς

✦ παστό κρέας από βουβάλι ή καμήλα, με καρυκεύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.