παστέλ


παστέλ
Προφορά

Ετυμολογία
παστέλ └γαλλ┘ pastel

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το παστέλ

✦ χρώμα σε σκόνη στερεοποιούμενη με την προσθήκη νερού που περιέχει κολλώδη ουσία
✦ το έργο ζωγραφικής που γίνεται με τη χρησιμοποίηση αυτού του χρώματος, κρητιδογραφία: ο καλλιτέχνης εκθέτει παστέλ και ακουαρέλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.