πασπαλάς


πασπαλάς
Προφορά

Ετυμολογία
πασπαλάς πασπάλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πασπαλάς

✦ κρέας χοιρινό ή αρνίσιο που πασπαλίζεται με αλάτι και διατηρείται σε πήλινα δοχεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.