πασιφιστικός


πασιφιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
πασιφιστικός πασιφιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ πασιφιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον πασιφισμό: είναι κατανοητή η πασιφιστική και ανθρωπιστική στάση όλου του κόσμου που απεύχεται την πολεμική σύρραξη (Αντί)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.