πασιέντσα


πασιέντσα
Προφορά

Ετυμολογία
πασιέντσα └ιταλ┘pazienza (=υπομονή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πασιέντσα

✦ είδος ατομικού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα, που έχει σκοπό μαντευτικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.