πασαρέλα


πασαρέλα
Προφορά

Ετυμολογία
πασαρέλα └γαλλ┘ passerelle

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πασαρέλα

✦ ειδική εξέδρα πάνω στην οποία τα μανεκέν κάνουν επιδείξεις μόδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.