πασαλείφω


πασαλείφω
Προφορά

Ετυμολογία
πασαλείφω πισσαλείφω

Ερμηνεία
πασαλείφω

✦ κ. πασαλείβω ρ. (πασάλ-ειψα, -είφτηκα, -ειμμένος) επαλείφω επιπόλαια ή άτεχνα
✦ λερώνω επαλείφοντας κάτι
(μτφ. ) αποκτώ ατελείς ή επιπόλαιες γνώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.