πασαλίδικος


πασαλίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
πασαλίδικος πασάς

Ερμηνεία
επίθετο┘ πασαλίδικος -η, -ο

✦ ο χαρακτηριστικός του πασά: πασαλίδικη ζωή, ζωή με όλες τις υλικές απολαύσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πασαλίδικα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.