πασέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
πασέρνω └ιταλ┘passare
Ερμηνεία
πασέρνω
✦ κ. πασέρνω ρ. (πάσ-αρα κ. -άρισα) εγχειρίζω
✦ δίνω πάσα
✦ (μτφ. ) μεταβιβάζω έντεχνα ή κρυφά: του πασάρισε το χαρτί χωρίς οι άλλοι να καταλάβουν τίποτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–