πασάς


πασάς
Προφορά

Ετυμολογία
πασάς └τουρκ┘pasa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πασάς

✦ τίτλος ανώτερου Τούρκου ή Αιγύπτιου αξιωματούχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.