πας


πας
Προφορά

Ετυμολογία
πας αρχαία ελληνική πᾶς

Ερμηνεία
πας

✦ πάσα, παν αντων. όλος, ολόκληρος
✦ (επιμερ.) καθένας, έκαστος
✦ οποιοσδήποτε
✦ (πληθ. ως αριθμ.) το σύνολο, όλοι
✦ φρ. δια παντός, παντοτινά, για πάντα – προπαντός ή προπάντων, κατά πρώτο λόγο, κυρίως – κατά πάντα, από οποιαδήποτε άποψη, καθόλα – τέλος πάντων, επιτέλους

Συνώνυμα

Αντίθετα
ουδείς
Επιρρήματα
πάντα (Κ πάντως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.