παρωχημένος


παρωχημένος
Προφορά

Ετυμολογία
παρωχημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος παροίχομαι (=περνώ)

Ερμηνεία
παρωχημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο αναγόμενος στο παρελθόν, στα περασμένα: παρωχημένος χρόνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.