παρωπίδα
Προφορά
Ετυμολογία
παρωπίδα μεταγενέστερη ελληνική παρωπίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρωπίδα
✦ δερμάτινη καλύπτρα στα πλάγια των ματιών των ζεμένων ζώων, κλάπα
✦ (μτφ. φρ.) φορεί παρωπίδες, έχει στενότητα αντιλήψεως, τηρεί μονόπλευρη, δογματική στάση, δε θέλει να δει παραπέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–