παρωδώ
Προφορά
Ετυμολογία
παρωδώ μεταγενέστερη ελληνική παρωδῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρωδώ -είς, -εί
✦ απομιμούμαι λογοτεχνικό έργο (το ύφος ή το θέμα του) ώστε το αποτέλεσμα να είναι γελοίο: η «βατραχομυιομαχία» παρωδεί την ομηρική «Ιλιάδα»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–